- καταπλέω
- (AM καταπλέω, Α και ιων. τ. καταπλώω)1. πλέω από το πέλαγος προς την ακτή, κατευθύνομαι με πλοίο προς το λιμάνι, εισέρχομαι σε λιμάνι ή όρμο, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι2. φρ. «καταπλέω τον ποταμό(ν)» — πλέω προς τις εκβολές, κατά το ρεύμα τού ποταμούαρχ.1. φθάνω με πλοίο, πλέω προς την πατρίδα2. (για πράγματα) έρχομαι από τη θάλασσα, μέ φέρνει η θάλασσα3. (για ψάρια) κολυμπώ κατά το ρεύμα τής θάλασσας5. πλέω προς τα πίσω, επιστρέφω πλέοντας.
Dictionary of Greek. 2013.